19 Σεπ 2009

ρητορικά χαλίκια

Κι άλλο δρόμο διάνυσα. Προς τα που δεν ξέρω. Είναι στιγμές που νιώθω σωστά. Άλλες που νοσταλγώ τη φωτιά.
Αναρωτιέμαι γιατί δεν ποθώ να κάνω κύματα. Να δηλώσω την ύπαρξή μου αλλάζοντας τον κόσμο. Να στρατευθώ σε κάτι πέρα από μένα.
Τελειώσαν οι θεοί και οι ιδέες. Έμεινα τελικά μόνος να κοιτάζομαι στον καθρέφτη. Και να με αναγνωρίζω όλο και λιγότερο.
Όλα είναι δρόμος. Ένα ζεϊμπέκικο το ξημέρωμα να βάζω φωτιά στα ρούχα μου. Γιατί; Γιατί όχι;

Γιατί τα δράματα είναι τόσο ελκυστικά; Γιατί ο πόνος και η λύτρωση να γίνονται αυτοσκοπός; Μήπως η λύτρωση είναι η μεγαλύτερη ηδονή; Πρέπει σώνει και καλά να βασανιστώ για να νιώσω. Μάλλον. Μάλλον έτσι δείχνει.

Μια αγκαλιά να τους βάλω όλους μέσα. Εχθρούς και φίλους. Να ζήσω πάλι μαζί τους. Να ματώσουμε παρέα.

Άμα δώ το αίμα μου να τρέχει; Θέλω να γίνω πάλι αφελής. Τότε που μπορούσα να πιστέψω. Να λέω πάντα και να το εννοώ μέσα στα σωθικά μου.

Η φυλακή του καθενός είναι χτισμένη τούβλο τούβλο από τις πράξεις μας. Μας παίρνει χρόνια να παγιδευτούμε χτίζοντας τους τοίχους της γύρω μας. Για προστασία.

Μην έρθεις. Κι εσύ κι εσύ και εσύ. Μην έρθεις γιατί θα είσαι άλλη. Όπως είμαι άλλος και γω. Προτιμώ να σε κρατάω εδώ όπως σε ήξερα.

Ήταν μια νύχτα με φεγγάρι που ανεβήκαμε στους λόφους πίσω από τη Φορτέτσα και σου τραγούδαγα το χρονοτριβείο.

Φρενήρης έρωτας το μεσημέρι.

Να ανέβαινα λέει στη σκηνή, Να καιγόμουν εκεί πάνω δίνοντας την τελευταία μου ανάσα.
Να με θυμόμουν ωραία έτσι.